κάρ'

κάρ'
κάρα , κάρ
neut nom/voc/acc pl
κάρε , κάρ
neut nom/voc/acc dual
κάρᾱͅ , κάρα
head
fem dat sg (attic doric ionic aeolic)
κάραι , κάρα
head
fem nom/voc pl (ionic)
κάρα , κάρον
neut nom/voc/acc pl
κάρε , κάρος
heavy sleep
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάρ — neut voc sg κάρ neut acc sg κάρ neut nom sg κατά downwards. poetic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Κρήτης, αδελφός του Λυδού και του Μυσού και πατέρας του Αλαβάνδη, επώνυμου των Αλαβάνδων. Ήταν ιδρυτής και επώνυμος της Καρίας της Μικράς Ασίας, ενώ αναφέρεται και ως εφευρέτης της οιωνοσκοπίας …   Dictionary of Greek

  • Καρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Κρήτης, αδελφός του Λυδού και του Μυσού και πατέρας του Αλαβάνδη, επώνυμου των Αλαβάνδων. Ήταν ιδρυτής και επώνυμος της Καρίας της Μικράς Ασίας, ενώ αναφέρεται και ως εφευρέτης της οιωνοσκοπίας …   Dictionary of Greek

  • Κάρ — Κά̱ρ , Κάρ experimentum facere in corpore vili masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάρ' — Κᾱρί , Κάρ experimentum facere in corpore vili masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρ(ρ)άκα — η τύπος μεσαιωνικού υψίπρυμνου τριίστιου ή τετραΐστιου εμπορικού ιστιοφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. caraque < αραβ. karraka] …   Dictionary of Greek

  • καράτομον — καρ̱άτομον , καράτομος beheaded masc/fem acc sg καρ̱άτομον , καράτομος beheaded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κᾶρες — Κάρ experimentum facere in corpore vili masc nom/voc pl Κάρ experimentum facere in corpore vili masc nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρατόμοις — καρ̱ατόμοις , καράτομος beheaded masc/fem/neut dat pl καρατόμος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρατόμους — καρ̱ατόμους , καράτομος beheaded masc/fem acc pl καρατόμος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”